Υπήρξα μέλος της χορωδίας της ΕΡΤ από το 1995 μέχρι το 2001. Προερχόμενος από εντελώς διαφορετικό χώρο, αφού είχα σπουδάσει σε μια προγενέστερη ζωή μαθηματικά και έκανα μια εντελώς τρελή αλλαγή καριέρας στρεφόμενος προς το λυρικό τραγούδι περίπου ένα με δύο χρόνια πριν να γίνω μέλος της χορωδίας, για μένα ήταν μια χρυσή ευκαιρία να ζήσω το όνειρό μου και να γίνω επαγγελματίας μουσικός. Και όταν λέω να γίνω μουσικός το εννοώ, γιατί δεν ξέρω τι άποψη έχει ο πολύς κόσμος για το πότε και το πώς γίνεται κάποιος μουσικός, ωστόσο σίγουρα δε γίνεται κανείς μόνο με τη φοίτησή του στα ελληνικά ωδεία (για ακαδημίες και πανεπιστήμια δεν το συζητώ, αυτά στην Ελλάδα είναι μακρινά όνειρα).
Αυτά τα έξι χρόνια στη χορωδία έμαθα πραγματικά καταπληκτικά πράγματα. Πέρα από το να τοποθετώ τη φωνή μου και να συμμετέχω σε ένα φωνητικό σύνολο υψηλών απαιτήσεων, η επαφή μου με τα αριστουργήματα της μουσικής τα οποία ερμηνεύσαμε μέσα σε αυτό το διάστημα με διαμόρφωσε σαν άνθρωπο. Κάτω από την καθοδήγηση του ιστορικού μαέστρου της χορωδίας Αντώνη Κοντογεωργίου ερμηνεύσαμε ανάμεσα σε άλλα την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν, το Γερμανικό Ρέκβιεμ του Μπραμς, τα Ρέκβιεμ του Μότσαρτ και του Βέρντι, τα Στάμπατ Μάτερ του Ντβόρζακ και του Ροσίνι, το Χριστουγεννιάτικο Ορατόριο του Μπαχ, τη Δημιουργία του Χάιντν, και τις όπερες Κάρμεν του Μπιζέ, Ελένη του Θάνου Μικρούτσικου, και Ορφέο του Μοντεβέρντι.
Θυμάμαι το πόσο με παρηγόρησε το Γερμανικό Ρέκβιεμ του Μπραμς. Το μελετούσαμε έναν ολόκληρο χειμώνα και ήταν ο χειμώνας μετά το θάνατο του πατέρα μου. Εκείνος ο θάνατος με είχε συγκλονίσει, όσο και αν δεν ήθελα τότε να το παραδεχτώ. Η σχέση με τον πατέρα μου ήταν δύσκολη, έφυγε χωρίς να καταφέρω να του πω πολλά πράγματα που ήθελα και αυτό με έκανε εκείνο το διάστημα των μηνών μετά το θάνατό του να βλέπω συνεχώς εφιάλτες. Δε μπορούσα να δεχτώ τη θνητότητα. Στο Γερμανικό Ρέκβιεμ υπάρχει ένα κομμάτι, που όχι τυχαία ο Μπραμς το έχει δώσει να το τραγουδήσει μια φωνή σοπράνο, φωνή γυναικεία. Η λέξη που κυριαρχεί σε αυτό το κομμάτι είναι η λέξη trösten, που σημαίνει παρηγορώ. Ο συνθέτης την τονίζει μέσα από τη μελωδική γραμμή με τέτοιο τρόπο ώστε να της δώσει τη δέουσα σημασία. Και η φωνή είναι γυναικεία γιατί η γυναίκα είναι αυτή που συνήθως στη δυτική κουλτούρα είναι που παρηγορεί, συνήθως στη γυναίκα προσφεύγει κανείς για λίγη τρυφερότητα. Το κομμάτι μπορείτε να το ακούσετε
εδώ.
Όταν μπήκα η χορωδία αριθμούσε περίπου 60 μέλη και ήταν μία από τις δύο επαγγελματικές χορωδίες στην Ελλάδα. Παλαιότερα από το 1995 αριθμούσε ακόμα περισσότερα. Αυτός ο αριθμός δεν είναι μεγάλος, αν σκεφτεί κανείς ότι για το Ρέκβιεμ του Βέρντι ή την Ενάτη του Μπετόβεν χρειάζονται περίπου 200 χορωδοί. Πάντοτε η χορωδία της ΕΡΤ όταν ήταν να τραγουδήσει έργα που χρειάζονταν μεγάλο πλήθος συνέπραττε με άλλες χορωδίες για να συμπληρωθεί ο αριθμός. Την ημέρα που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ανακοίνωσε το κλείσιμο της ΕΡΤ και την απόλυση των εργαζομένων και το ενταφίασμα των μουσικών συνόλων, δύο ορχηστρών και της χορωδίας, η χορωδία αριθμούσε 38 μέλη. Μέσα λοιπόν σε όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν, οι διοικήσεις και οι κυβερνήσεις είχαν απαξιώσει τη χορωδία σε τέτοιο βαθμό, που ήταν σχεδόν αδύνατον να εκτελέσει έργα του ρομαντισμού που χρειάζονται μεγάλο πλήθος, άρα την είχαν μετατρέψει σε ένα σύνολο δωματίου.
Το εργασιακό καθεστώς ήταν ένα άλλο μεγάλο μαχαίρι στο λαιμό. Η χορωδία, από την ίδρυσή της το 1977 από το Μάνο Χατζιδάκι σαν Χορωδία του Τρίτου Προγράμματος, δούλευε με μπλοκ παροχής υπηρεσιών. Οι συμβάσεις το διάστημα που ήμουν εγώ μέλος ήταν τρίμηνες διαρκώς ανανεούμενες και ο μισθός ήταν ένας, λίγο παραπάνω από το βασικό μισθό. Δεν αναγνωριζόταν προϋπηρεσία, δεν υπήρχαν δώρα Πάσχα, Χριστουγέννων και επίδομα αδείας και επιπλέον τον Αύγουστο αναγκαστικά η χορωδία δε δούλευε και επομένως δεν πληρωνόταν μισθός! Δηλαδή οι επαγγελματίες χορωδοί θα έπρεπε να κάνουν μια άλλη δουλειά τον Αύγουστο για να τα φέρουν βόλτα. Αυτό μετέτρεπε τη δουλειά στη χορωδία σε μια δουλειά που στην καλύτερη περίπτωση δε μπορούσε να είναι για πάντα. Με δεδομένη την εργασιακή ανασφάλεια και το γεγονός της κάκιστης πληρωμής ήταν σχεδόν αδύνατον να ζήσει κανείς αξιοπρεπώς με ένα καλό επίπεδο διαβίωσης γι αυτό και οι χορωδοί έκαναν και άλλη δουλειά. Άλλος δίδασκε τραγούδι σε Ωδείο τα απογεύματα, άλλος δίδασκε πιάνο, κάποιος δούλευε σε μπαρ, μέχρι και συνάδελφο ο οποίος ήταν αρχιτέκτονας με δικό του γραφείο είχαμε!
Και όμως, μέσα από αυτό το καθεστώς υπήρξαν άνθρωποι με όνειρα που κατάφεραν να τα στεγάσουν κάτω από την ομπρέλα της ΕΡΤ. Το ένα και μοναδικό όνειρο που επισκίαζε όλα τα άλλα και γινόταν πραγματικότητα ήταν η επαγγελματική ενασχόληση με τη μουσική. Υπήρξαν συνάδελφοι που άφησαν τα σπίτια τους στην επαρχία και παιδιά έφηβα ακόμα ήρθαν στην Αθήνα για να συμμετέχουν στη χορωδία και μαζί με αυτό να καταφέρουν να σπουδάσουν με διακεκριμένους μουσικούς σε ένα αθηναϊκό ωδείο. Μέσα σε αυτά τα χρόνια, σπούδασαν, μεγάλωσαν, ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά, και κάποιοι έφυγαν στο εξωτερικό για περαιτέρω σπουδές στο τραγούδι, ή στη μουσική γενικότερα, και κάποιοι, όχι λίγοι ή ασήμαντοι, έκαναν μεγάλες καριέρες στην όπερα. Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα τα περισσότερα ονόματα που τραγουδούν στη Λυρική Σκηνή, αλλά και οι περισσότεροι Έλληνες που κάνουν καριέρα στα Λυρικά Θέατρα της Ευρώπης και αλλού, έχουν περάσει τουλάχιστον ένα μικρό διάστημα από τη χορωδία της ΕΡΤ.
Η χορωδία πέρα από το να κάνει συναυλίες σε διάφορες αίθουσες συναυλιών είχε και ένα έργο καθαρά φιλανθρωπικό αλλά και παιδευτικό. Ουκ ολίγες φορές τραγουδήσαμε, τα χρόνια που εγώ ήμουν μέλος, σε χώρους που βρίσκονται άνθρωποι που καμμία επαφή δεν είχαν με τη μουσική πριν από εμάς. Εφόσον δεν έρχονταν, ή δε μπορούσαν να έρθουν αυτοί σε εμάς, πηγαίναμε εμείς σε αυτούς. Το γραφείο μου κοσμεί μια φωτογραφία από τον προαύλειο χώρο του Ψυχιατρείου Αθηνών στο Δαφνί, όπου κάποια στιγμή δώσαμε μια συναυλία για τους τρόφιμους και αυτό που εισπράξαμε ήταν συγκινητικό: Ακόμα θυμάμαι τη σφιχτή αγκαλιά μιας γυναίκας τρόφιμου του ψυχιατρείου σαν ευχαριστήριο. Θα μου πείτε έφτανε αυτό; Θα σας απαντήσω ότι ακόμα θυμάμαι το πώς ένιωσα εκείνη τη στιγμή. Όλη η ανθρώπινη χαρά της επικοινωνίας που μας έφερε πιο κοντά, εμάς που κάναμε απλά τη δουλειά μας, με τους άλλους που δεν είχαν τη δυνατότητα να μας γνωρίσουν πριν από αυτό. Ενώ για παράδειγμα δε θυμάμαι το συναίσθημα που ένιωθα όταν αγόρασα κάτι ακριβό, που εκείνη τη στιγμή μου έδωσε μια στιγμιαία χαρά, όμως η θύμηση αυτής της χαράς εξατμίστηκε στα χρόνια που πέρασαν.
Επίσης κάναμε συναυλίες για το ραδιόφωνο που είχαν τη μορφή ανοικτής πρόβας. Σε συνεργασία με το Τρίτο Πρόγραμμα, το ξαδελφάκι των Μουσικών Συνόλων, μια φορά την εβδομάδα κάναμε μια ανοικτή πρόβα ένα κομμάτι με το μαέστρο μας να επεξηγεί εκπληκτικά τον τρόπο που έπρεπε να τραγουδήσουμε. Αυτές οι ανοικτές πρόβες υπήρξαν μεγάλο σχολείο για όλους αυτούς που θέλησαν μετά να γίνουν επαγγελματίες μουσικοί ή διευθυντές ορχήστρας. Ακόμα, πολλές φορές έρχονταν μερικά πρωινά στο στούντιο που κάναμε πρόβα, διάφορα σχολεία και παρακολουθούσαν για λίγο. Τα παιδάκια έμεναν πολλές φορές με το στόμα ανοιχτό, όσο πιο μικρά ήταν τόσο πιο μεγάλο ήταν το στόμα που άνοιγαν!
Και βέβαια ήταν οι πολλές μας συναυλίες στην επαρχία. Έξι ολόκληρα χρόνια στη χορωδία γυρίσαμε ολόκληρη την Ελλάδα. Χίος, Θεσσαλονίκη, Ορεστειάδα, Δράμα, Σέρρες, Ιωάννινα, Λαμία, Τρίπολη, Κεφαλλονιά, Ζάκυνθος, Άνδρος είναι μερικά μόνο από τα μέρη της Ελλάδας που επισκεφτήκαμε. Όσον αφορά δε το εξωτερικό, πήγαμε στη Γαλλία, στην Ιταλία, στη Γερμανία, ενώ αργότερα η χορωδία πήγε στην Κίνα, στην Αμερική και στον Καναδά. Ο αριθμός των ετήσιων συναυλιών υπερέβαινε τις 50, και κυμαινόταν περίπου στις 60 με 70 κατά μέσο όρο.
Το κλείσιμο των μουσικών συνόλων της ΕΡΤ αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό για τα μουσικά πράγματα της Ελλάδας. Η χώρα μας είχε πάντα μια προβληματική σχέση με τη μουσική και οι λίγες υποδομές που υπήρχαν σαν τα μουσικά σύνολα της ΕΡΤ, ήταν πραγματικά πολύτιμες. Το κενό που μένει θα φαίνεται μεγαλύτερο όσο περνάει ο καιρός, κάτι σαν σχολείο που κλείνει σε μια πολιτεία γεμάτη κόσμο που διψάει για να μάθει και να αισθανθεί. Είναι ένα κενό κάπου εκεί αριστερά, κάτω από το στήθος.