Έπρεπε να φυλάμε τους νεκρούς μας και τη δύναμή τους μήπως καμμιάν ώρα
οι αντίπαλοί μας τους ξεθάψουν και τους πάρουν μαζί τους. Και τότε,
χωρίς τη δική τους προστασία, διπλά θα κινδυνεύαμε. Πώς πια
θα ζούσαμε χωρίς τα σπίτια, τα έπιπλά μας, τα χωράφια μας, χωρίς, προπάντων,
τους τάφους των προγόνων μας, πολεμιστών ή σοφών; Ας θυμηθούμε
πώς οι Σπαρτιάτες κλέψανε τα οστά του Ορέστη από την Τεγέα. Θα 'πρεπε
ποτέ οι εχθροί μας να μην ξέρουν πού τους έχουμε θαμμένους. Όμως,
πώς θα μπορούσαμε ποτέ να ξέρουμε ποιοί 'ναι οι εχθροί μας
ή πότε κι από πού θα εμφανιστούν; Όχι, λοιπόν, μεγαλόπρεπα μνήματα,
όχι φανταχτερά στολίδια-αυτά κινούν την προσοχή και το φθόνο. Οι νεκροί μας
δεν τα 'χουν διόλου ανάγκη,-ολιγαρκείς, σεμνοί κι αμίλητοι τώρα,
αδιαφορούν για το υδρομέλι, τ' αναθήματα, τις μάταιες δόξες. Κάλλιο
μια σκέτη πέτρα και μια γλάστρα γεράνια, μυστικό σημάδι,
ή και καθόλου. Σαν πιο σίγουρο, ναν τους κρατούμε εντός μας, αν μπορούμε,
κι ακόμη πιο καλά μήτε κι εμείς να μη γνωρίζουμε πού κείνται.
Έτσι που γίνανε τα πράγματα στα χρόνια μας-ποιος ξέρει-
μπορεί κι οι ίδιοι εμείς ναν τους ξεθάβαμε, ναν τους πετούσαμε μια μέρα.
Λέρος 20-3-1968
Διαβάζοντας τη συνέντευξη του Ιρλανδού ποιητή Michael Longley στη χθεσινή Ελευθεροτυπία και κυρίως το κομμάτι που αναφέρεται στη συρρίκνωση των Ελληνιστικών Σπουδών παγκοσμίως, μού ήρθε στο μυαλό το παραπάνω ποίημα του Γιάννη Ρίτσου
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου