Δευτέρα 2 Αυγούστου 2010

Το πρώτο ραντεβού


Πάντα μού προκαλούσε εκνευρισμό το πρώτο ραντεβού. Καθόμουν όλη τη μέρα και προσπαθούσα να σκεφτώ τι να φορέσω, πώς να συμπεριφερθώ και, κυρίως, χρειαζόμουν να κάνω έναν ολόκληρο προγραμματισμό για τη διαδρομή και το πόση ώρα χρειάζομαι έτσι ώστε να φτάσω εγκαίρως και να μην κάνω κακή εντύπωση, μια και η αρχή είναι, υποτίθεται, το ήμισυ του παντός. Βέβαια, όσον αφορά αυτό το τελευταίο, δηλαδή την έγκαιρη άφιξη στον τόπο του εγκλήματος, δε μπορώ να πω ότι υπήρξε ένας στόχος που επετεύχθη στο ακέραιο στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Η σχέση μου με το χρόνο είναι μάλλον κακή και, όσο και να το προσπαθούσα, συνήθως έφτανα καθυστερημένος τουλάχιστον πέντε με δέκα λεπτά. Δεν ξέρω αν η ανεκτικότητα που επιδείκνυαν οι άλλοι απέναντί μου όσον αφορά αυτή την παράβαση οφειλόταν στην γενική παραδοχή ότι οι Έλληνες σα λαός είμαστε γενικά ασυνεπείς, άρα αυτό επεκτεινόταν και στην περίπτωσή μου, είτε ότι αυτός που περίμεναν, δηλαδή η αφεντιά μου, ήταν κάτι τόσο σημαντικό, που δεν είχε σημασία ο χρόνος που περίμεναν, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν βέβαια για τον εγωισμό τους και την αυτοεκτίμησή τους. Αυτό πάντως που έχω να πω, είναι ότι κανείς ποτέ δεν έφυγε να με αφήσει σύξυλο λόγω στησίματος.

Τέλος πάντων, το πρώτο ραντεβού είναι πάντα αυτό που περισσότερο μου δημιουργεί προσμονή και εκνευρισμό. Τα παραδείγματα μου, που μετατρέπονται σε επιχειρήματα αν δεχτεί κανείς ότι η εμπειρία αποδεικνύει και το ποιόν του ανθρώπου, είναι συγκλονιστικά. Την πρώτη φορά που βγήκα με γκόμενο για παράδειγμα καταλήξαμε στην πλατεία Κολωνακίου, κάτω από τα δέντρα στις τέσσερις το πρωί με ένα φανερό εκνευρισμό για το ποιος θα κάνει πρώτος την κίνηση να φιλήσει τον άλλο. Στο τέλος κάναμε και οι δύο μια ξαφνική κίνηση να φιληθούμε και αυτό κατέληξε σε παρολίγον κάταγμα στη μύτη μετά από μια γερή κουτουλιά.

Μια άλλη φορά, κάποιος μου είχε δώσει το τηλέφωνό του σε ένα μπαρ. Φεύγοντας του είπα πως θα τον πάρω σίγουρα, πράγμα που, για όσους με γνωρίζουν, σημαίνει πως ο ουρανός να έρθει κάτω και η γη επάνω, εγώ θα πραγματοποιήσω την υπόσχεσή μου. Την επόμενη ημέρα, συνειδητοποίησα πως, το νούμερό του, που μου το είχε γράψει επάνω σε μια χαρτοπετσέτα και το είχα βάλει στην τσέπη μου, δεν ήταν εκεί. Όσο και να έψαξα όλα μου τα ρούχα που φορούσα την προηγουμένη, χαρτοπετσέτα με νούμερο γιοκ. Αλλά βέβαια σιγά να μη με πτοούσε αυτό. Κατέστρωσα λοιπόν ένα ολόκληρο σχέδιο. Να πάω στη δουλειά του και να τον βρω, με τη δικαιολογία ότι περνούσα τυχαία εντελώς απ' έξω. Έτσι και έκανα, και αφού με θράσσος μπήκα μέσα και τον ζήτησα, τον είδα να βγαίνει από μια πόρτα. Μετά την αρχική έκπληξή του, μού έδωσε ξανά το τηλέφωνό του και του έδωσα κι εγώ το δικό μου, έτσι για να είμαστε σίγουροι. Μερικές ώρες αργότερα χτύπησε το τηλέφωνο του σπιτιού μου. Ήταν βέβαια η δική του σειρά να με διεκδικήσει. Η πρόταση ήταν να βρεθούμε για καφέ σε λίγη ώρα. Πού να ήξερε ο άνθρωπος τι τον περίμενε.
Πρώτα-πρώτα απάντησα με το άκρως ξενερωτικό "Έχω βάλει πλυντήριο και δεν μπορώ να βγώ" (!!!). Αυτή η απάντηση, όσο εξωφρενικό και ηλίθιο και αν ακούγεται, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από την απόλυτη αλήθεια. Είχα λοιπόν βάλει πλυντήριο και στο μυαλό μου το είχα έτσι τοποθετημένο, ώστε η λειτουργία του πλυντηρίου απαγόρευε την δική μου απουσία από το σπίτι, τουλάχιστον για όση ώρα το πλυντήριο ήταν σε λειτουργία.
Τέλος πάντων αφού με έπεισε ότι δεν πειράζει και ότι το πλυντήριο θα δουλεύει ακόμα και αν εγώ δεν είμαι εκεί για να του κάνω παρέα και να το νταντεύω, καταλήξαμε σε ένα καφέ να συζητάμε περί ανέμων και υδάτων. Μου είχε φανεί ότι είχαν περάσει πέντε ώρες από τη στιγμή που πήγαμε,ξέχασα το πλυντήριο και τη λειτουργία του, και προφανώς περνούσα πολύ ωραία. Τότε χτύπησε το κινητό μου τηλέφωνο. Ήταν η διαχειρίστρια της πολυκατοικίας, η οποία ωρυόμενη με πληροφόρησε ότι έτρεχαν νερά από το διαμέρισμά μου και μάλιστα είχαν κατέβει τη σκάλα και μπήκαν στο διαμέρισμα της από κάτω! Έφυγα σαν κυνηγημένος, αφού βέβαια πρότεινα στο καινούργιο φλερτ να έρθει μαζί μου γιατί συνέβη κάτι έκτακτο. Δεν πρέπει να φάνηκε και πολύ πιστευτό αυτό γιατί παρά το ότι ήρθε μαζί μου, η όλη στάση του ήταν κάπως σαν να φάνηκε σκηνοθετημένο. Τέλος πάντων, αφού κάναμε μια διαδρομή που μου φάνηκε αιώνας αλλά ήταν μόνο 15 λεπτά και στην οποία εγώ ονειρευόμουνα ότι θα βρω το σπίτι μου με μια μεγάλη τρύπα στο ταβάνι και τα ρούχα να κρέμονται από τους τοίχους που θα είχαν κολλήσει μετά την εκτόξευσή τους από την υποτιθέμενη έκρηξη του πλυντηρίου, τελικά φτάσαμε. Τα νερά όντως είχαν βγει από το διαμέρισμα και πέρναγαν κάτω από την πόρτα και μετά από τη σκάλα κατέβηκαν στους κάτω ορόφους φτάνοντας μέχρι το ισόγειο. Ο λόγος ήταν ότι πάνω στην πρεμούρα μου να βγω και να συναντήσω το καινούργιο μου αμόρε, είχα ξεχάσει να βάλω τη σωλήνα στην αποχέτευση με τα γνωστά αποτελέσματα.
Εκείνο το βράδυ αφού μαζέψαμε και οι δύο μαζί τα νερά από το διαμέρισμά μου, μετά πήγαμε σινεμά και η σχέση μας που ξεκίνησε εκείνη τη μέρα, κράτησε περίπου ενάμισι χρόνο.

Πριν από λίγες μέρες υπήρξε ένα καινούργιο πρώτο ραντεβού στη ζωή μου, μετά από πολύ καιρό μοναξιάς και περισυλλογής. Αυτό το πρώτο ραντεβού τα είχε όλα. Πρώτα από όλα αργοπορία δική μου (ποτέ δε θα μάθω), αμηχανία, λαχάνιασμα και ένα πρώτο φιλί. Μα πάνω από όλα είχε ελπίδα και αισιοδοξία. Ευτυχώς κύλησε χωρίς απρόοπτα εναντίον της σωματικής ακεραιότητας κανενός από τους δυο μας. Και με άφησε με μια γλυκειά γεύση, τη γεύση από την αντανάκλαση του φωτός από τη λάμψη του προσώπου μου σε δυο ξένα μάτια