Η αναζήτηση της τύχης σε έναν άλλο τόπο δεν είναι εύκολο πράγμα. Από την πρώτη φορά που βρέθηκα στο εξωτερικό για μία επίσκεψη σε φίλους το αισθάνθηκα. Ήταν στο Sunderland, κάπου στη Βόρεια Αγγλία κι εγώ, μικρούλης φοιτητής τότε, είχα πάει να δω τους φίλους μου που σπούδαζαν εκεί. Η ζωή τους ήταν βέβαια πολύ διαφορετική από εκείνη που εγώ σα φοιτητής ζούσα στην Ελλάδα. Αυτό που έκανε τη μεγάλη διαφορά ήταν η έλλειψη της επαφής με φίλους, η μεγαλύτερη ζωή μέσα στην κοινότητα.
Έπειτα αυτό το συναίσθημα και τον πόνο της απομόνωσης τον αισθάνθηκα πολύ αργότερα, αλλά η τύχη το έφερε έτσι ώστε να είναι πάλι στην Αγγλία πολλά χρόνια αργότερα. Είχα πάει για να σπουδάσω τραγούδι και έμεινα περίπου 3 χρόνια. Υπήρχαν φορές που αισθανόμουνα πολύ μικρός, ελάχιστος, σε μια τεράστια αγορά όπως ήταν το Λονδίνο. Έπειτα το τεράστιο πρόβλημα του κόστους της ζωής, που δεν μπορούσα καν να το φανταστώ πριν να βρεθώ εκεί. Όμως πραγματικά αυτό που περισσότερο με ενοχλούσε ήταν που όταν η ψυχολογία μου ήταν κακή, δεν υπήρχε κανείς να πω τον πόνο μου.
Η Αγγλία φάνταζε σα μια θάλασσα με αγριεμένα κύματα που εγώ ο ίδιος είχα βάλει τον εαυτό μου στη δοκιμασία να κολυμπήσει μέχρι την πιο κοντινή στεριά. Η αλήθεια είναι ότι δεν προσαρμόστηκα ποτέ. Οι φίλοι μου μού έλειπαν τόσο πολύ που περνούσα ώρες να τους μιλω στο τηλέφωνο στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι εκεί μού φάνταζαν απόμακροι και η διαδικασία της σύναψης σχέσεων μαζί τους ήταν κάτι το πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο.
Η παραμονή μου εκεί θα ήταν λοιπόν μόνο για όσο καιρό θα μού ήταν απαραίτητο για να ολοκληρώσω τις σπουδές μου.
Θυμάμαι κάποια στιγμή, ρώτησα κάποιον από τους δασκάλους μου στο τραγούδι, έναν Έλληνα τενόρο με διεθνή καριέρα και πολλά χρόνια παραμονής στη Γερμανία όπου δίδαξε και στο Πανεπιστήμιο Μουσικής σαν καθηγητής τραγουδιού, γιατί όλα αυτά τα χρόνια της παραμονής του στη Γερμανία δεν πήρε τη Γερμανική υπηκοότητα. Με κοίταξε στα μάτια οργισμένος και μου φώναξε: "Τι λες βρε; Εμείς είμαστε Έλληνες!". Ενώ λοιπόν το περιστατικό αυτό και η απάντηση του δακάλου μου μού φάνηκαν υπερβολικά και μονολιθικά, εν τούτοις ήρθαν ξανά στη μνήμη μου τον καιρό της παραμονής μου στο Λονδίνο. Δεν ήταν η μονόπλευρη διακήρυξη από μέρους μου της εθνικής μου ταυτότητας σε συνδυασμό με την απόρριψη των άλλων, αλλά η δυστυχία μου και η άρνηση της ενσωμάτωσής μου οφειλόταν στην πεισματική προσκόλλησή μου σε έναν τρόπο να βλέπω τη ζωή, που αρνιόμουν να αλλάξω. Αυτή ήταν η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ταυτότητα. Και χρειάστηκε να πάω πολλά χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα μου για να μπορέσω να επιστρέψω σε αυτήν.
Η δική μου αντίδραση δεν είναι μοναδική. Από τους πολλούς Έλληνες που φεύγουν στο εξωτερικό κάθε χρόνο, πολλοί είναι αυτοί που δεν μπορούν να ενσωματωθούν στη χώρα που φτάνουν. Όμως υπάρχουν και πολλοί που τα καταφέρνουν. Δημιουργούν καινούργιες ρίζες και ευημερούν. Υπάρχουν πολλοί από τη δεύτερη κατηγορία στο Λονδίνο. Έλληνες κυρίως νέοι με πολύ καλές δουλειές αλλά και πολλοί Κύπριοι. Αυτοί οι τελευταίοι έφυγαν από την Κύπρο τα χρόνια της δεκαετίας του 1960-1970, πριν δηλαδή την εισβολή του Αττίλα, και εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι η Κύπρος ήταν μέλος της Κοινοπολίτείας σαν πρώην αποικία, δημιούργησαν μια καινούργια ζωή και μια πολύ σφριγηλή κοινότητα.
Ένας τέτοιος ήταν ο Ανδρέας Λιβέρας. Κύπριος από φτωχή οικογένεια, μετανάστευσε στο Λονδίνο το 1963 κι έφτιαξε τη δική του αυτοκρατορία, μετατρεπόμενος από φτωχό μετανάστη σε εκατομμυριούχο επιχειρηματία. Ενσωματώθηκε δηλαδή πλήρως στην καινούργια χώρα. Τόσο πολύ που η γαμήλια τούρτα στο γάμο του Καρόλου και της Νταϊάνας ήταν φτιαγμένη από το ζαχαροπλαστείο του.
Το Βρετανικό διαβατήριο λοιπόν ήρθε σαν επιστέγασμα της πλήρους μετατροπής του σε εξέχον μέλος της τοπικής κοινωνίας. Αυτό το διαβατήριο όμως, τι ειρωνία, έμελλε να είναι και το εισιτήριο για το θάνατο του άτυχου επιχειρηματία από την Κύπρο.
Ο Ανδρέας Λιβέρας δολοφονήθηκε εν ψυχρώ στη Μουμπάι από τους ένοπλους μουτζαχεντίν που διεξήγαγαν τις τρομοκρατικές επιθέσεις. Του ζήτησαν το διαβατήριό του κι εκείνος τους έδειξε το βρετανικό που είχε μαζί του. Κι εκείνοι τον εκτέλεσαν.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου