Το σχόλιο του Λαζόπουλου για τους ανάπηρους έτυχε μια φορά να το βρω κι εγώ μπροστά μου. Ήταν πριν από πολλά χρόνια στην τάξη του τραγουδιού. Δασκάλα μου ήταν μια γηραιά κυρία. Αυτή η κυρία ήταν πολύ σκληρή σε διάφορα πράγματα, όχι πάντα σε αυτά που αφορούσαν τους μαθητές.
Στην τάξη είχαμε ένα παιδί με μια εξαίσια φωνή τενόρου, από εκείνες τις βελούδινες φωνές που πολύ σπάνια βρίσκει κανείς, αλλά που είναι ευλογία να τις ακούς. Αυτό το παιδί δεν είχε καμία μουσική παιδεία και, επιπλέον, ήταν και από φτωχή οικογένεια της επαρχίας και προσπαθούσε μόνος του να τα βγάλει πέρα δουλεύοντας σε δουλειές δεξιά και αριστερά. Όσον αφορά το τραγούδι, τραγουδούσε καταπληκτικά δημοτικά τραγούδια, τόσο που, εμένα που δεν έχω καμία επαφή με το είδος αλλά και δεν είναι από τις μεγάλες μου αγάπες, να τον ακούω εκστατικός κάθε φορά που ιδιωτικά μας τραγουδούσε.
Το παιδί αυτό ήταν γκέι. Δεν ξέρω αν ο σεξουαλικός του προσανατολισμός ήταν από τους κύριους λόγους που τον είχαν κάνει ν' αφήσει την επαρχιακή πόλη που ζούσε και να έρθει στην Αθήνα να μείνει, αν και, εκείνη την εποχή ήταν πολύ συνηθισμένος ένας τέτοιος λόγος. Δεν το έλεγε ποτέ ανοιχτά, ούτε είχαμε κάνει ποτέ καμία συζήτηση επί του προκειμένου, έτσι κι αλλιώς κι εγώ τότε ήμουν κλεισμένος στο δικό μου το ντουλάπι και κοιτούσα παραέξω μόνο από το παραθυράκι, αλλά προσεκτικά για να μη φαίνομαι. Το ζήτημα όμως είναι ότι για τους άλλους, «φαινόταν». Δεν είναι ας πούμε ότι κουνιόταν πολύ, ή ότι μιλούσε με ψιλή φωνή, χαρακτηριστικά που, διαχρονικά, στη μάτσο ελληνική κοινωνία είναι από μόνα τους ικανά για να χαρακτηρίσουν το σεξουαλικό προσανατολισμό ενός άνδρα και να του βάλουν τη στάμπα της αδερφής, ή του αδερφίζοντος, ανεξάρτητα από το αν είναι ή όχι ομοφυλόφιλος. Αλλά σε μια κοινωνία όπου η υπόνοια και μόνο της ομοφυλοφιλίας σήμαινε τα μύρια κακά της μοίρας ενός άνδρα, μαζί και της οικογένειάς του, έφταναν μερικές απλές νύξεις, το γεγονός ότι δεν είχε ούτε είχε εμφανίζει ποτέ μια γυναίκα μαζί του ας πούμε.
Κάποια μέρα έγινε μια παρεξήγηση ανάμεσα στην «καλή» μας τη δασκάλα και το συμμαθητή μου. Δεν ήταν κάτι βίαιο, έγινε εκτός τάξης και κανείς από τους υπόλοιπους δεν ήταν κοντά. Μερικές μέρες έπειτα, ο συμμαθητής μου διέκοψε τα μαθήματα, με τη δικαιολογία ότι δε μπορούσε να ανταπεξέλθει στα δίδακτρα, τα οποία παρεμπιπτόντως ήταν όντως υψηλά. Όταν ερωτήθηκε η δασκάλα από εμάς τι έγινε και ο συμμαθητής μας σταμάτησε να έρχεται, απάντησε: «Όταν κάποιος είναι ανώμαλος αλλού, αυτό έχει επίπτωση και στην συμπεριφορά του!»...
Δε μπόρεσα να αρθρώσω κουβέντα ούτε μπορούσα να παραδεχτώ ότι το σχόλιο εκείνο με αφορούσε κι εμένα, αλλά εκείνη τη στιγμή η σκληρότητα εκείνη με συνέτριψε.
Είδα το συμμαθητή μου εκείνο πολλά χρόνια αργότερα κατά τύχη μέσα σε ένα εστιατόριο μια μέρα, όπου δούλευε στην κουζίνα. Με δυσκολία τον αναγνώρισα. Είχε χάσει μερικά μαλλιά, τα μάτια του είχαν κάνει ρυτίδες, αλλά, και αυτό ήταν το αναγνωριστικό, είχε ακόμα εκείνη την υπέροχη χαρακτηριστική βελούδινη φωνή. Δεν του ανέφερα ποτέ εκείνο το περιστατικό, περισσότερο από ντροπή, για εκείνον και για μένα. Το θυμάμαι όμως ακόμα μετά από 25 χρόνια που έχουν περάσει, μαζί με τα συναισθήματα που το συνοδεύουν.
Στην τάξη είχαμε ένα παιδί με μια εξαίσια φωνή τενόρου, από εκείνες τις βελούδινες φωνές που πολύ σπάνια βρίσκει κανείς, αλλά που είναι ευλογία να τις ακούς. Αυτό το παιδί δεν είχε καμία μουσική παιδεία και, επιπλέον, ήταν και από φτωχή οικογένεια της επαρχίας και προσπαθούσε μόνος του να τα βγάλει πέρα δουλεύοντας σε δουλειές δεξιά και αριστερά. Όσον αφορά το τραγούδι, τραγουδούσε καταπληκτικά δημοτικά τραγούδια, τόσο που, εμένα που δεν έχω καμία επαφή με το είδος αλλά και δεν είναι από τις μεγάλες μου αγάπες, να τον ακούω εκστατικός κάθε φορά που ιδιωτικά μας τραγουδούσε.
Το παιδί αυτό ήταν γκέι. Δεν ξέρω αν ο σεξουαλικός του προσανατολισμός ήταν από τους κύριους λόγους που τον είχαν κάνει ν' αφήσει την επαρχιακή πόλη που ζούσε και να έρθει στην Αθήνα να μείνει, αν και, εκείνη την εποχή ήταν πολύ συνηθισμένος ένας τέτοιος λόγος. Δεν το έλεγε ποτέ ανοιχτά, ούτε είχαμε κάνει ποτέ καμία συζήτηση επί του προκειμένου, έτσι κι αλλιώς κι εγώ τότε ήμουν κλεισμένος στο δικό μου το ντουλάπι και κοιτούσα παραέξω μόνο από το παραθυράκι, αλλά προσεκτικά για να μη φαίνομαι. Το ζήτημα όμως είναι ότι για τους άλλους, «φαινόταν». Δεν είναι ας πούμε ότι κουνιόταν πολύ, ή ότι μιλούσε με ψιλή φωνή, χαρακτηριστικά που, διαχρονικά, στη μάτσο ελληνική κοινωνία είναι από μόνα τους ικανά για να χαρακτηρίσουν το σεξουαλικό προσανατολισμό ενός άνδρα και να του βάλουν τη στάμπα της αδερφής, ή του αδερφίζοντος, ανεξάρτητα από το αν είναι ή όχι ομοφυλόφιλος. Αλλά σε μια κοινωνία όπου η υπόνοια και μόνο της ομοφυλοφιλίας σήμαινε τα μύρια κακά της μοίρας ενός άνδρα, μαζί και της οικογένειάς του, έφταναν μερικές απλές νύξεις, το γεγονός ότι δεν είχε ούτε είχε εμφανίζει ποτέ μια γυναίκα μαζί του ας πούμε.
Κάποια μέρα έγινε μια παρεξήγηση ανάμεσα στην «καλή» μας τη δασκάλα και το συμμαθητή μου. Δεν ήταν κάτι βίαιο, έγινε εκτός τάξης και κανείς από τους υπόλοιπους δεν ήταν κοντά. Μερικές μέρες έπειτα, ο συμμαθητής μου διέκοψε τα μαθήματα, με τη δικαιολογία ότι δε μπορούσε να ανταπεξέλθει στα δίδακτρα, τα οποία παρεμπιπτόντως ήταν όντως υψηλά. Όταν ερωτήθηκε η δασκάλα από εμάς τι έγινε και ο συμμαθητής μας σταμάτησε να έρχεται, απάντησε: «Όταν κάποιος είναι ανώμαλος αλλού, αυτό έχει επίπτωση και στην συμπεριφορά του!»...
Δε μπόρεσα να αρθρώσω κουβέντα ούτε μπορούσα να παραδεχτώ ότι το σχόλιο εκείνο με αφορούσε κι εμένα, αλλά εκείνη τη στιγμή η σκληρότητα εκείνη με συνέτριψε.
Είδα το συμμαθητή μου εκείνο πολλά χρόνια αργότερα κατά τύχη μέσα σε ένα εστιατόριο μια μέρα, όπου δούλευε στην κουζίνα. Με δυσκολία τον αναγνώρισα. Είχε χάσει μερικά μαλλιά, τα μάτια του είχαν κάνει ρυτίδες, αλλά, και αυτό ήταν το αναγνωριστικό, είχε ακόμα εκείνη την υπέροχη χαρακτηριστική βελούδινη φωνή. Δεν του ανέφερα ποτέ εκείνο το περιστατικό, περισσότερο από ντροπή, για εκείνον και για μένα. Το θυμάμαι όμως ακόμα μετά από 25 χρόνια που έχουν περάσει, μαζί με τα συναισθήματα που το συνοδεύουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου