.jpg)
Μετά από το προηγούμενο ποστ που αναφερόμουν στο EURO και στην εμπειρία μου από το τις μέρες που έμεινα στο Salzburg, δύο πολύ καλοί φίλοι bloggers, ο
yellow kid και η
incontinentia, μού άφησαν δύο σχόλια που μου πυροδότησαν αναμνήσεις και συναισθήματα όσον αφορά τη σχέση μου με το ποδόσφαιρο, που σκέφτηκα να αναπτύξω σε αυτό εδώ το ποστ.
Ήρθα σε επαφή με το ποδόσφαιρο σε μια πολύ μικρή ηλικία, όταν στο Δημοτικό άρχισα να παίζω με όλα τα υπόλοιπα αγόρια της τάξης ποδόσφαιρο. Στην αρχή στη θέση του τερματοφύλακα, αλλά αργότερα ως επιθετικός. Στην γειτονιά που μεγάλωσα, όπου ακόμα τότε, στη δεκαετία του 1970, μπορούσε κανείς να τη χαρακτηρίσει γειτονιά, το ποδόσφαιρο ήταν από τα παιχνίδια που έπαιζε ο "αντρικός" πληθυσμός και, το πόσο καλά έπαιζε κανείς, αποτελούσε το κριτήριο της κοινωνικής του καταξίωσης. Πρώτα από όλα τα κορίτσια ήθελαν να κάνουν μαζί του παρέα, αλλά και τα αγόρια επίσης, μια και η γνώμη αλλά και η εύνοια του καλύτερου ποδοσφαιριστή προσέδινε κύρος.
Η ενασχόλησή μου συνεχίστηκε και μάλιστα κάποια στιγμή, όταν τελείωνα το Δημοτικό, άρχισα να πηγαίνω στο γήπεδο. Ο πατέρας μου, μεγαλωμένος στον Πειραιά, σε μια περιοχή κοντά στο Χατζηκυριάκειο, ήταν φανατικός Ολυμπιακός (τι άλλο βέβαια θα μπορούσε να είναι με αυτές τις καταβολές;). Με πήρε λοιπόν και αρχίσαμε να πηγαίνουμε στο γήπεδο. Ήταν μια πολύ καλή εποχή για τον Ολυμπιακό, αρχές της δεκαετίας του 1980, με πολύ σημαντικούς παίκτες, όπως ο
Γαλάκος, ο
Κυράστας, ο Μίχος, αλλά και ο απόηχος του
Δεληκάρη και του
Κελεσίδη. Ο Γαλάκος μάλιστα ήταν ο παίκτης με τον οποίο ταυτιζόμουνα, καθώς λόγω ιδιοσυγκρασίας μου άρεσε πάντα σε μια κοινωνική εκδήλωση να πρωταγωνιστώ και άρα η επίθεση ήταν ο φυσικός μου χώρος. Έτσι μπορεί κανείς να φανταστεί την απογοήτευση που ένιωσα όταν ο συγκεκριμένος ποδοσφαιριστής, μαζί με τον Κυράστα κάποια στιγμή μεταγράφηκαν από την αγαπημένη μου ομάδα στον "αιώνιο αντίπαλο" Παναθηναϊκό.
Παρολαυτά εμείς συνεχίσαμε να έχουμε μεγάλους ποδοσφαιριστές στις τάξεις μας και η έλευση του
Νίκου Αναστόπουλου από τον Πανιώνιο, η πιο ακριβοπληρωμένη μεταγραφή όλων των εποχών μέχρι τότε στην Ελλάδα, εκείνη ακριβώς την εποχή, μου τόνωσε ξανά το ηθικό και ανανέωσε το ενδιαφέρον μου. Συνέχισα λοιπόν αδιάλειπτα να πηγαίνω στο γήπεδο.
Ήμουν πια έφηβος και οι ανάγκες μου άλλαζαν. Έβλεπα λοιπόν τον κόσμο από άλλο μάτι πια. Η πολιτική μου ένταξη στην Αριστερά, σε συνδυασμό με τα μεγάλα σκάνδαλα του τέλους του '80 και την αναπόφευκτη εμπλοκή της αγαπημένης μου ομάδας, αφού ήταν μία από τις επιχειρήσεις του Κοσκωτά, που κηλίδωσε και την πολιτική ζωή αλλά και όλο το δημόσιο βίο, συνέτειναν αποφασιστικά στο να σταματήσω να πηγαίνω στο γήπεδο και να παρακολουθώ από κοντά τα κατορθώματα των ποδοσφαιριστών. Θαρρώ πως τελευταία φορά πριν από φέτος στο EURO, πήγα στο γήπεδο το 1988. Πριν από είκοσι ολόκληρα χρόνια δηλαδή!
Και ο λόγος ήταν ότι είχα αλλάξει. Το ποδόσφαιρο πια δεν έπαιζε τόσο σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Αλλά και αηδίασα με τα πολιτικά και κομματικά παιχνίδια αυτών που, καλυμμένοι πίσω από τη δημοφιλία του συγκεκριμένου αθλήματος αναζητούν τρόπους προβολής. Αυτούς που χωρίς απαραίτητα να είναι λάτρεις του ποδοσφαίρου, παρουσιάζονται στα πολύ μεγάλα και σημαντικά παιχνίδια μόνο για επικοινωνιακούς λόγους, για να φανούν μπροστά στις κάμερες και να τους δουν οι ψηφοφόροι τους.
Συνεχίζω λοιπόν και σήμερα να πιστεύω τα ίδια πράγματα. Το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα, αλλά ταυτόχρονα και ένα μέσο χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Ζούμε αυτές τις μέρες τις αποκαλύψεις του σκανδάλου Siemens, όπου ένας πρωτοκλασάτος υπουργός, από το μεγάλο πολιτικό τζάκι των Καραμανλήδων, κατά τη γνώμη μου μια απόλυτη μετριότητα ως πολιτικός, αλλά εξάδερφος του πρωθυπουργού και γι αυτό με μεγάλη πολιτική ισχύ, βρίσκεται εν μέσω ενός οργίου φημών για διαπλοκή με στέλεχος της εταιρίας που λάδωνε, κατά παραδοχή δική της, όλο το Ελληνικό πολιτικό σύστημα. Και αυτό για να δουν έναν ποδοσφαιρικό αγώνα!
Αλλά δεν είναι μόνο αυτή η περίπτωση. Είδα στο Salzburg τις μέρες του EURO, μεγάλες εταιρίες να ξοδεύουν αμύθητα ποσά εν μέσω ακρίβειας και ανέχειας υποτίθεται, μόνο για να προσφέρουν στους υπαλλήλους τους ταξίδια για να δουν τους αγώνες. Η μετατροπή του ποδοσφαίρου σε ένα προϊόν θεάματος μέσω της εμπορευματοποίησης και της επαγγελματοποίησής του, συντείνει σε όλα αυτά τα δυσάρεστα φαινόμενα.
Το άθλημα αυτό καθαυτό έχει
μεγάλη ιστορία και πάντοτε ήταν ένα άθλημα που είχε μεγάλο έρεισμα στη φτωχή μάζα του πληθυσμού. Όμως σήμερα με τα μεγάλα ποσά που ξοδεύονται και την εμπλοκή των μεγαλοκαρχαριών της οικονομικής ζωής στα διοικητικά, η κατάσταση εκχυδαϊζεται όσο πάει και περισσότερο. Το ξέπλυμα μαύρου χρήματος αλλά και η πολιτική επιρροή και η χειραγώγηση των μαζών είναι ο καθεαυτού σκοπός όλων αυτών των κυρίων. Μάλιστα μερικοί έχουν κάνει και
στρατό από ακολούθους, που είναι έτοιμοι να επέμβουν δια της βίας όποτε τους ζητηθεί, συνιστώντας ένα επικίνδυνο παρακράτος.
Το κράτος βέβαια περί άλλων τυρβάζει και συνεχίζει να ανέχεται όλη αυτή την απαράδεκτη κατάσταση χωρίς να βάζει φρένο. Μάλιστα, όπως βλέπουμε και από την περίπτωση του υπουργού Πολιτισμού αλλά και από άλλες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα η
σπουδή με την οποία ο κύριος Σουφλιάς προέκρινε την κατασκευή του γηπέδου στο Βοτανικό αλλά και η απαράδεκτη
σύμβαση με την οποία το Ελληνικό Δημόσιο παραχώρησε το γήπεδο Καραϊσκάκη στον Ολυμπιακό και την οικογένεια Κόκκαλη για 49 χρόνια (!), ότι το κράτος όχι μόνο αδιαφορεί αλλά και επιτείνει την κατάσταση διαπλεκόμενο οικονομικά και πολιτικά.
Εγώ σαν φίλαθλος λοιπόν αρνούμαι να ακολουθήσω αυτή την τακτική και λογική. Η κατάσταση αυτή με προσβάλλει και ως άνθρωπο και ως πολίτη και, παρά το γεγονός ότι διασκεδάζω με το ποδόσφαιρο, αρνούμαι να το ενισχύσω δια της παρουσίας μου στο γήπεδο.
Οι γλυκές αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία απέχουν πάρα πολύ από αυτή την τραγελαφική κατάσταση του σήμερα