Ήταν μια φορά ένας κύριος. Ζούσε σε μια πολυκατοικία σε ένα προάστιο της Αθήνας, ήταν παντρεμένος με παιδιά, η χαρακτηριστική περίπτωση αυτού που θα λέγαμε μεσαία τάξη.
Ήταν λίγο μοναχικός, η κοινωνική του ζωή δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε το πιο δυνατό του σημείο. Δεν ήταν ότι δεν του άρεσε να βρίσκεται με ανθρώπους, να μιλά, να γελά, ή απλώς να ακούει τον ήχο της φωνής τους. Αλλά να, μερικές φορές, εκεί μέσα στην οχλαγωγία του πλήθους τον έπιανε ένα συναίσθημα σα να πνίγεται, μια μεγάλη μοναξιά. Αποστασιοποιούνταν από τον περίγυρό του και έτρεχε να φύγει μακριά, να γλιτώσει. Κανείς δε μπορούσε να καταλάβει το γιατί, ούτε καν ο ίδιος. Επέστρεφε στο σπίτι ματαιωμένος και μόνος και τον έπιανε ένας θυμός και μια ζήλεια για τους άλλους, ακόμα και για τη γυναίκα του.
Η αλήθεια είναι ότι αυτό το σημείο της προσωπικότητάς του ήταν το σημείο τριβής στη σχέση τους. Εκείνη ήταν μια απίστευτα κοινωνική και ανεξάρτητη γυναίκα που ζούσε μέσα από τη συναναστροφή της με άλλους. Τι φίλες, τι συναδέλφους στο γραφείο, τι συγγενείς μακρινούς και κοντινούς, όλους ήθελε να τους έχει γύρω της. Και να τα τραπέζια, από τα οποία ο άντρας της με διάφορες δικαιολογίες κατόρθωνε πάντοτε να λείπει, και να οι εκδρομές, που εκείνος ποτέ δεν ακολουθούσε αλλά πήγαινε στο τέλος να την πάρει και να επιστρέψουν στο σπίτι.
Όπως ήταν φυσικό κάποια στιγμή άρχισαν οι καβγάδες. Εκείνη προσπαθούσε να τον τραβήξει έξω από το κουκούλι του, εκείνος προσπαθούσε να την τραβήξει μέσα. Οι καβγάδες, όσο περνούσε ο καιρός και τα χρόνια και τα παιδιά μεγάλωναν, έγιναν χειρότεροι και πιο βίαιοι. Ξεκινούσαν με φωνές και κατέληγαν με βρισίδια, πιάτα στο πάτωμα και μερικές φορές και με φυσική βία. Εκείνη, μια ανεξάρτητη γυναίκα, στην αρχή έκανε υπομονή. Δεν ήταν ότι δεν τον αγαπούσε, ούτε ότι δεν ήθελε να τον βοηθήσει, αλλά με τον καιρό εκείνος είχε χάσει κάθε τρυφερότητα, είχε γίνει ένας εγωιστής που την τράβαγε κάτω, στα δικά του σκοτάδια.
Μια μέρα εκείνη άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Δεν είχε πού να πάει, αλλά έφυγε μακριά για να γλιτώσει από έναν τύρρανο που με τα χρόνια όλοι τον φοβόντουσαν. Από τις φωνές του κατά τη διάρκεια των καβγάδων είχε βγάλει το όνομα του αγροίκου στη γειτονιά. Οι άνθρωποι συζητούσαν πίσω από την πλάτη του και κάθε φορά που τον έβλεπαν στο δρόμο ή στις σκάλες της πολυκατοικίας τον απέφευγαν. Ακόμα και τα ίδια του τα παιδιά, έχοντας βιώσει από πρώτο χέρι τις συνέπειες της ενδοοικογενειακής βίας, απέφευγαν να του μιλήσουν κοιτώντας τον στα μάτια.
Μια φορά, σε μια βόλτα με το γιο του, πέρασαν έξω από ένα σπίτι που είχε ένα σκύλο μεγάλο και πολύ τριχωτό. Το σκυλί μόλις αισθάνθηκε ανθρώπινη παρουσία άρχισε να γαβγίζει με λύσσα, όταν ακόμα ήταν μακριά. Το γάβγισμα έγινε πιο έντονο όσο πλησίαζαν. Ο γιος, παιδάκι γύρω στα δέκα, είχε τρομοκρατηθεί, έτσι κι αλλιώς οι πολύ μεγάλοι θόρυβοι πάντα τον τρόμαζαν, από τότε που μέσα στη νύχτα ξυπνούσε και άκουγε τον πατέρα του και τη μάνα του να μαλώνουν στο σπίτι.
Ο πατέρας όμως δεν τρόμαξε. Και προς μεγάλη έκπληξη του γιου πλησίασε το σκύλο που είχε λυσσάξει και άρχισε να του μιλάει δυνατά, σα να απευθυνόταν σε άνθρωπο. Όσο πιο πολύ γάβγιζε ο σκύλος, τόσο πιο δυνατά μίλαγε ο πατέρας. Μέχρι που κάποια στιγμή, ίσως από κούραση, ίσως από παραίτηση, ίσως επειδή κατάλαβε ότι ο άνθρωπος απέναντί του είναι το ίδιο μόνος όπως εκείνο, το σκυλί άρχισε να χαμηλώνει τον τόνο του γαβγίσματος. Ο πατέρας άρχισε να χαμογελάει και να μιλάει πιο γλυκά, μέχρι που κάποια στιγμή το σκυλί άρχισε να κουνάει την ουρά του. Και τότε συνέβη: Ο πατέρας πλησίασε το σκύλο και τον αγκάλιασε τόσο τρυφερά που κανείς δε θυμόταν να τον είχε δει έτσι. Έμειναν εκεί για ώρα αμίλητοι, σκύλος και άνθρωπος ένα κουβάρι, και ο γιος παραπέρα να κοιτάει.
Ήταν λίγο μοναχικός, η κοινωνική του ζωή δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε το πιο δυνατό του σημείο. Δεν ήταν ότι δεν του άρεσε να βρίσκεται με ανθρώπους, να μιλά, να γελά, ή απλώς να ακούει τον ήχο της φωνής τους. Αλλά να, μερικές φορές, εκεί μέσα στην οχλαγωγία του πλήθους τον έπιανε ένα συναίσθημα σα να πνίγεται, μια μεγάλη μοναξιά. Αποστασιοποιούνταν από τον περίγυρό του και έτρεχε να φύγει μακριά, να γλιτώσει. Κανείς δε μπορούσε να καταλάβει το γιατί, ούτε καν ο ίδιος. Επέστρεφε στο σπίτι ματαιωμένος και μόνος και τον έπιανε ένας θυμός και μια ζήλεια για τους άλλους, ακόμα και για τη γυναίκα του.
Η αλήθεια είναι ότι αυτό το σημείο της προσωπικότητάς του ήταν το σημείο τριβής στη σχέση τους. Εκείνη ήταν μια απίστευτα κοινωνική και ανεξάρτητη γυναίκα που ζούσε μέσα από τη συναναστροφή της με άλλους. Τι φίλες, τι συναδέλφους στο γραφείο, τι συγγενείς μακρινούς και κοντινούς, όλους ήθελε να τους έχει γύρω της. Και να τα τραπέζια, από τα οποία ο άντρας της με διάφορες δικαιολογίες κατόρθωνε πάντοτε να λείπει, και να οι εκδρομές, που εκείνος ποτέ δεν ακολουθούσε αλλά πήγαινε στο τέλος να την πάρει και να επιστρέψουν στο σπίτι.
Όπως ήταν φυσικό κάποια στιγμή άρχισαν οι καβγάδες. Εκείνη προσπαθούσε να τον τραβήξει έξω από το κουκούλι του, εκείνος προσπαθούσε να την τραβήξει μέσα. Οι καβγάδες, όσο περνούσε ο καιρός και τα χρόνια και τα παιδιά μεγάλωναν, έγιναν χειρότεροι και πιο βίαιοι. Ξεκινούσαν με φωνές και κατέληγαν με βρισίδια, πιάτα στο πάτωμα και μερικές φορές και με φυσική βία. Εκείνη, μια ανεξάρτητη γυναίκα, στην αρχή έκανε υπομονή. Δεν ήταν ότι δεν τον αγαπούσε, ούτε ότι δεν ήθελε να τον βοηθήσει, αλλά με τον καιρό εκείνος είχε χάσει κάθε τρυφερότητα, είχε γίνει ένας εγωιστής που την τράβαγε κάτω, στα δικά του σκοτάδια.
Μια μέρα εκείνη άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Δεν είχε πού να πάει, αλλά έφυγε μακριά για να γλιτώσει από έναν τύρρανο που με τα χρόνια όλοι τον φοβόντουσαν. Από τις φωνές του κατά τη διάρκεια των καβγάδων είχε βγάλει το όνομα του αγροίκου στη γειτονιά. Οι άνθρωποι συζητούσαν πίσω από την πλάτη του και κάθε φορά που τον έβλεπαν στο δρόμο ή στις σκάλες της πολυκατοικίας τον απέφευγαν. Ακόμα και τα ίδια του τα παιδιά, έχοντας βιώσει από πρώτο χέρι τις συνέπειες της ενδοοικογενειακής βίας, απέφευγαν να του μιλήσουν κοιτώντας τον στα μάτια.
Μια φορά, σε μια βόλτα με το γιο του, πέρασαν έξω από ένα σπίτι που είχε ένα σκύλο μεγάλο και πολύ τριχωτό. Το σκυλί μόλις αισθάνθηκε ανθρώπινη παρουσία άρχισε να γαβγίζει με λύσσα, όταν ακόμα ήταν μακριά. Το γάβγισμα έγινε πιο έντονο όσο πλησίαζαν. Ο γιος, παιδάκι γύρω στα δέκα, είχε τρομοκρατηθεί, έτσι κι αλλιώς οι πολύ μεγάλοι θόρυβοι πάντα τον τρόμαζαν, από τότε που μέσα στη νύχτα ξυπνούσε και άκουγε τον πατέρα του και τη μάνα του να μαλώνουν στο σπίτι.
Ο πατέρας όμως δεν τρόμαξε. Και προς μεγάλη έκπληξη του γιου πλησίασε το σκύλο που είχε λυσσάξει και άρχισε να του μιλάει δυνατά, σα να απευθυνόταν σε άνθρωπο. Όσο πιο πολύ γάβγιζε ο σκύλος, τόσο πιο δυνατά μίλαγε ο πατέρας. Μέχρι που κάποια στιγμή, ίσως από κούραση, ίσως από παραίτηση, ίσως επειδή κατάλαβε ότι ο άνθρωπος απέναντί του είναι το ίδιο μόνος όπως εκείνο, το σκυλί άρχισε να χαμηλώνει τον τόνο του γαβγίσματος. Ο πατέρας άρχισε να χαμογελάει και να μιλάει πιο γλυκά, μέχρι που κάποια στιγμή το σκυλί άρχισε να κουνάει την ουρά του. Και τότε συνέβη: Ο πατέρας πλησίασε το σκύλο και τον αγκάλιασε τόσο τρυφερά που κανείς δε θυμόταν να τον είχε δει έτσι. Έμειναν εκεί για ώρα αμίλητοι, σκύλος και άνθρωπος ένα κουβάρι, και ο γιος παραπέρα να κοιτάει.